χιτωνίσκιον

χιτωνίσκιον
χιτωνίσκιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιτωνίσκιον — τὸ, ΜΑ, και χιθωνίσκιον Α [χιτωνίσκος] υποκορ. τ. τού χιτωνίσκος μσν. μτφ. το σώμα («οἷα σκηνὴν τῆς ψυχῆς καταλελοίπει τὸ ἀχθοφόρον τουτὶ καὶ γήϊνον χιτωνίσκιον», Θεοφύλ. Σ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”