- χιτωνίσκιον
- χιτωνίσκιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιτωνίσκιον — τὸ, ΜΑ, και χιθωνίσκιον Α [χιτωνίσκος] υποκορ. τ. τού χιτωνίσκος μσν. μτφ. το σώμα («οἷα σκηνὴν τῆς ψυχῆς καταλελοίπει τὸ ἀχθοφόρον τουτὶ καὶ γήϊνον χιτωνίσκιον», Θεοφύλ. Σ.) … Dictionary of Greek